ἐγκαλούμενος

ἐγκαλούμενος
ἐγκαλέω
call in
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)
ἐγκαλέω
call in
fut part mid masc nom sg (attic epic doric)
ἐγκαλέω
call in
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ενάγω — (AM ἐνάγω) 1. φέρνω κάποιον στο δικαστήριο, κατηγορώ, κάνω αγωγή 2. (η μτχ. ως ουσ.) α) ενάγων, ούσα, ον στην πολιτική δικονομία, αυτός που υποβάλλει την αίτηση για παροχή έννομης προστασίας και προκαλεί δικαστικό αγώνα, αυτός που εγείρει αγωγή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”